- περισπερχής
- περισπερχήςvery hastymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπερχής — ές, Α 1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»),… … Dictionary of Greek
περισπερχές — περισπερχής very hasty masc/fem voc sg περισπερχής very hasty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπερχέστατον — περισπερχής very hasty masc acc superl sg περισπερχής very hasty neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπερχοῦς — περισπερχής very hasty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπερχῶς — περισπερχής very hasty adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπέρχεια — ἡ, ΜΑ [περισπερχής] η ιδιότητα τού περισπερχούς, η ταχύτητα, η γρηγοράδα, η μεγάλη σπουδή … Dictionary of Greek